- τηλεθάω
- Α1. (για δένδρα και φυτά) θάλλω, ακμάζω, είμαι γεμάτος φύλλα, άνθη ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», Ομ. Ιλ.β. «ἐλαῑαι τηλεθόωσαι», Ομ. Οδ.γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. α) ακμαίος, γεμάτος ζωντάνια («παῑδας...τηλεθάοντας», Ομ. Ιλ.)β) πλούσιος, άφθονος («χαίτην τηλεθόωσαν», Ομ. Ιλ.)[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. θηλ- τού παρακμ. τέ-θηλ-α τού θάλλω με εκφραστικό επίθημα -εθά-ω και ανομοίωση τών δασέων: τηλ-εθά-ω < *θηλ-εθά-ω (πρβλ. τάφος* < θ. θαφ-)].
Dictionary of Greek. 2013.